- αυτοσυντήρητος
- -η, -οαυτός που συντηρείται από δικούς του πόρους: Τα παιδιά μου τώρα είναι αυτοσυντήρητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αυτοσυντήρητος — η, ο αυτός που συντηρείται με τα δικά του μέσα, ο αυτάρκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + συντηρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Φίλιππο Ιωάννου] … Dictionary of Greek
αυτοτελής — ές (AM αὐτοτελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης αφεαυτού, αυτάρκης 2. ανεξάρτητος, αυθύπαρκτος αρχ. 1. απόλυτος, αυτοδύναμος 2. αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, επαρκής, αυτοσυντήρητος 3. αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει μόνος τις… … Dictionary of Greek
ιδιοσυντήρητος — η, ο που συντηρείται από δικούς του πόρους, αυτοσυντήρητος: Ιδιοσυντήρητο ίδρυμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)